Ετικέτες
Ναι, τα φετινά Χριστούγεννα μπορεί να τα γιορτάσαμε διαφορετικά, όμως τα γιορτάσαμε με την καρδιά μας! Μπορεί να έλειπε ο πολύς κόσμος, η χαρούμενη βοή των γιορτινών τραπεζιών, όμως οι τέσσερις μας είμασταν αρκετοί για να νιώσουμε χαρά, για να ετοιμάσουμε με φροντίδα ένα γιορτινό γεύμα, για να τιμήσουμε τον Χριστό τιμώντας τις εικόνες Του: τα παιδιά κ το σύζυγό μας. Να εκφράσουμε με κάθε τρόπο την αγάπη μας γι’ αυτούς, ο καθένας με τον τρόπο που ξέρει να εκφράζεται.
Ναι, ήταν ωραία αυτά τα Χριστούγεννα, γιατί η αγάπη ξέρει να συμπληρώνει τα κενά, θωπεύει τον αδύναμο κ το χάδι γίνεται δάκρυ ευγνωμοσύνης, γι’ αυτόν που παίρνει, μα και γι’ αυτόν που δίνει.
Λίγες γραμμές οι σκέψεις μου, μα θα τις συμπληρώσω μ’ ένα δώρο χριστουγεννιάτικο που μου έκανε ο φίλος μας, ο Χρήστος ο Μακρόπουλος! Είναι ένα ποίημα που έγραψε και δεν χρειάζονται άλλα λόγια για να το προλογίσω…
Χριστουγεννιάτικο Ποίημα
Φυλάμε για τα Χριστούγεννα
τον πιο όμορφο εαυτό μας, τον πιο αληθινό.
Σ’ αυτά αποθέτουμε τα πάντα!
Τι μελωδίες παναρμόνιες, τι στίχους αισθαντικούς,
τι όνειρα κι ευχές, που βρίσκουν επιτέλους
το δρόμο προς τα χείλη,
τα δάκρυα που βαστούμε, την άκρα μοναξιά της ύπαρξής μας,
τον πόθο για της ζωής μας τον υπόλοιπον χρόνον
εν ειρήνη και ελπίδι, ένα andante cantabile
ήσυχο και γαλήνιο.
Χριστούγεννα σημαίνει να νιώθεις – τότε μόνο –
τον πόθο να ποθείς,
κι ίσως δεν είναι άλλο το στοίχημα, παρά να βρεις εντός σου,
ποιος είν’ στ’ αλήθεια αυτός ο πόθος,
αυτός, ο τόσο εύθραυστα αθώος στην ερημία της νύχτας,
στο μεθόριο ορατού κι αοράτου σαν την πάλλευκη νιφάδα
που λιώνει στην παλάμη,
στις συντεταγμένες της νοσταλγίας μιας άλλης χώρας
που αντλεί κάθε τέτοιες μέρες το φως της από αστέρι
που όσοι αξιώνονται να δουν, νιώθουν – έτσι μας λεν,
χαρά μεγάλη σφόδρα.
Ή, πάλι, τα Χριστούγεννα φέρνουν στη μνήμη
στιγμές κι ενθύμια μιας άλλης ηλικίας,
τότε που το στολισμένο δεντράκι φάνταζε πελώριο κι εκθαμβωτικό,
κι ήσαν οι διάρκειες αργές και δίχως τέλος.
Κι αν μας κεντούν οι αιχμές των αναμνήσεων,
είναι που ξέρουμε για οριστικά χαμένα
το χρυσό και το μύρο,
τους θησαυρούς μιας χαράς
που έκτοτε επιζητούμε
μα που άλλοτε χώραγε τόσο εύκολα
σε παιδικές παλάμες.
Τώρα όσα βλέπουμε ή ακούμε ή μυρίζουμε, σαν να μιλάνε μόνο γι’ αυτό,
τον ανεπίστρεπτα χαμένο χρόνο, και των αμαρτιών το πλήθος
που ήρθαν και φώλιασαν στην χαραγματιά της κάθε μας ρητίδας.
Πόθοι και νοσταλγίες λοιπόν, σ’ έναν μυστήριο γιορτινό χορό,
του ήν και του ερχόμενου, του άλλοτε με το είθε
– αυτό ’ναι τα Χριστούγεννα;
…Ίσως εδώ να φτάνει η ώρα της σιωπής, του ξένου μυστηρίου.
Μπορείς και ξέρεις να μιλάς μόνο γι’ αυτά που ζεις,
για όσα σου χαρίστηκαν,
δίχως ωστόσο να ξεχνάς
την απεραντοσύνη τ’ ουρανού, των αστεριών το άσπιλο φως
τις αφανείς του αγνώστου ευεργεσίες·
ὅτι μείζων ἐστὶ τῆς καρδίας ἡμῶν τούτη εδώ η Γέννα,
και δι’ αυτής μπορεί ίσως να ανοίξει και για μας
δρόμος εξαίσιος προς τη φάτνη μιας καρδιάς
που ένα πράγμα εν τέλει ποθεί και νοσταλγεί.
Να δει. Με μάτια αληθινά, να δει.
24.ΧΙΙ.20