Δύο χέρια πιάσαν έναν μαρκαδόρο. Τράβηξαν μια καμπύλη γραμμή, έπειτα κι άλλη. Μετά έναν κύκλο, με άλλο χρώμα. Δυο μικρότερα χέρια πιάσαν άλλο μαρκαδόρο και συνέχισαν με γραμμές και με καμπύλες. Χρώμα πάνω στο χρώμα, γραμμή – κι άλλη γραμμή, κι έπειτα δυο ακόμα, μικρότερα χεράκια ήρθαν να προσθέσουν κι αυτά την έμπνευσή τους. Ο καθένας πρόσθετε και κάτι, μέχρι που όλο το χαρτί γέμισε χρώμα. Τίποτ’ άσπρο να μη μείνει! Πέρνα το όλο με μολύβι!
Μία η ζωγραφιά, τρεις οι υπογραφές. Κι όλων τώρα οι καρδιές, γεμάτες κέφια και χαρές! 🙂
Κάποτε, λοιπόν, έγραφα διαφορετικά! Άλλη γραφή, άλλες συνθήκες, άλλες προτεραιότητες, άλλος κόσμος τελικά… Τυχαία θυμήθηκα αυτό το αφήγημα που είχα γράψει πριν 10(!) χρόνια, σε τούτο εδώ το blogάκι. Διάβασα στα σχόλια κι ένα μιας αγαπημένης μου, που δεν είναι κοντά μας πια, και συγκινήθηκα… Έτσι λοιπόν η αφορμή, ιδού και το κείμενο!
Το δέντρο που τον έδεσε ήταν στυφό. Χωρίς χυμούς να φουσκώνουν τη σάρκα του, χωρίς πουλάκια να ζευγαρώνουν στα κλαδιά του. Φύτρωσε στη σκιά ενός μεγάλου δέντρου που δεν του άφησε πολλά περιθώρια ανάπτυξης, αφού μήτε τον ήλιο άφηνε να περάσει μέσα απ’ τα πυκνά φυλλώματά του. Κι έτσι το δέντρο μεγάλωσε μεν, αλλά έγινε […]
Κάθεται, με σβησμένη μηχανή, μέσα στο parking του. Ακούει μουσική. Του αρέσει να ακούει μουσική μέσα στο αμάξι του, έχει ωραίο ήχο!
Όμως είναι ώρα ν’ ανέβει σπίτι του – έχει κιόλας αργήσει! Αχ, πόσες ώρες λείπει απ’ το σπιτι του… Πόσο του λείπει η γυναικούλα και τα παιδάκια τους… πόσο τους λείπει κι αυτός!
Τρέχει λοιπόν, με την ελπίδα να τα προλάβει ξύπνια, να τους πει έστω μια καληνύχτα!
Αλλιώς, θα αγκαλιάσει τη γυναικούλα του και θα της πει: γύρισα στον κόσμο, σ’ αγαπώ!
Κάθεται, με σβησμένη μηχανή, μέσα στο parking του. Ακούει μουσική. Του αρέσει να ακούει μουσική μέσα στο αμάξι του, έχει ωραίο ήχο! Έχει ησυχία από ο,τιδήποτε άλλο, κυρίως…
Ποιος τον περιμένει στο σπίτι; …κανείς – γιατί λοιπόν να βιαστεί;!
Ανάβει τσιγάρο, ακούει άλλο ένα τραγούδι. Βαρέθηκε. Ώρα ν’ ανέβει λοιπόν.
Θυμήθηκα τις προάλλες έναν δίσκο πολύ αγαπημένο, που είχα να ακούσω τουλάχιστον 20 χρόνια! Μου τον έμαθε ο τότε «Μελωδία fm100», όπως και τόσα άλλα αγαπημένα τραγούδια και καλλιτέχνες… Ωραίες εποχές, ή ίσως και όχι, που αναπνέαμε και ζούσαμε μέσα από τη μουσική…
Τότε λοιπόν, λίγο πριν την ενηλικίωση, έμαθα τους Συνήθεις Υπόπτους, απ’ όπου και γνώρισε όλος ο κόσμος τον Χρήστο Θηβαίο, μαζί κι εγώ. Πήγαινα με φίλους στις συναυλίες τους και μου άρεσαν πάντα ιδιαιτέρως οι ενορχηστρώσεις τους!
Από εκείνη λοιπόν τη…μακρινή εποχή, οι μέρες αυτές οι βροχερές, οι «Αδέσποτες μέρες», υπαγορεύουν να ακούσουμε ξανά το τραγουδάκι αυτό. Ας το απολαύσουμε, είτε με αναμνήσεις, είτε χωρίς! 🙂
Χτες που «ξεχύθηκε» ο κόσμος έξω, αφού χτύπησε η «σειρήνα» για λήξη του συναγερμού, χτες που όλοι φορούσαν μάσκα στο πρόσωπό τους, μια δυστοπική εικόνα ήρθε στο μυαλό μου. Μοιάζαμε σαν σκηνικό απο φουτουριστική ταινία… Απ’ αυτές που περιγράφουν με καταστροφολαγνεία το τέλος του κόσμου, λόγω ενός φονικού ιού που ξεπάστρεψε όλο το ανθρώπινο γένος… εκτός απο μια μικρή ομάδα ανθρώπων, τους καλούς, τους κακούς κλπ κλπ….
Μόνο που δεν είμαστε ηθοποιοί και δεν υπάρχει σενάριο. Στο σενάριο, ξέρεις την αλληλουχία των σκηνών, ξέρεις τί θα γίνει στο τέλος. Εδώ όμως παίζουμε το ρόλο «της ζωής» μας, δεν έχουμε σενάριο, ούτε δίχτυ ασφαλείας, ούτε κασκαντέρ για τα δύσκολα… Πολλώ μάλλον που δεν ξέρουμε το τέλος της ταινίας….
Ακούγεται λίγο δυσοίωνο έτσι όπως το περιγράφω, αλλά δεν το λέω απαισιόδοξα. Απλά όλοι αυτοί οι άνθρωποι στους δρόμους, στις ουρές έξω απο τις τράπεζες, να φοράνε μάσκα – ακόμα και μέσα στο ίδιο τους το αυτοκίνητο! – μου ‘φερε στο νου εικόνες απο τέτοιες ταινίες…
Μένει να περιμένουμε το “The End” και μετά θ’ αποφανθούμε αν ήταν happy ή όχι…
Έχω ενα γατάκι, που μου χαϊδεύει τα πόδια καθώς κοιμάμαι. Λυγά την ουρά του, κουλουριάζεται, ζητά αγκαλίτσες. Γουργουρίζει από ευχαρίστηση και με κοιτά στα μάτια. Όταν όμως δεν είναι στις καλές του, μην τυχόν και του μιλήσεις, μην τυχόν και το αγγίξεις!
Έχω ένα γατάκι, χρόνια πολλά. Το αγαπώ και μ’ αγαπά. Τρίχωμα απαλό, μάτια φωτεινά, μουστάκια μακριά.
Έχει ένα φιόγκο στο λαιμό, ονοματάκι τρυφερό.
Αυτά θα ‘ταν τα λόγια, αν είχα γάτα, να σας πω. Μα αλίμονο, δεν έχω – μονάχα πρόβα κάνω να τα πω, οπόταν την κατέχω!
Περάστε κόσμε!!!
Περάστε να θαυμάσετε τον άνθρωπο που δεν προσπαθεί καθόλου – αυτό το παράξενο πλάσμα, το τέρας της φύσεως! Μη σας ξεγελάει η μορφή του: άνθρωπος με δύο χέρια, δύο πόδια, ένα κεφάλι – μα χωρίς να προσπαθεί για τίποτα πια… Γεννήθηκε φυσιολογικός, μα από κάποιο παιχνίδισμα της μοίρας, χάθηκε από μέσα του κάθε διάθεση για αγώνα, κάθε προσπάθεια για μια καλύτερη ζωή, για βελτίωση του εαυτού του ή του κόσμου γύρω του. Περάστε κόσμε! Σπάνιο είδος! Όσο ακόμα προλαβαίνετε! Η σπάνια μετάλλαξή του τον έκανε αυτόκαταστροφικό. Όποιος προλάβει, λοιπόν, να τον θαυμάσει ζωντανό, να παρακολουθήσει από κοντά τις παράδοξες συνήθειες της καθημερινότητας του…
Περάστε, περάστε κόσμε! Μόνο 1€!
(δεν αξίζει παραπάνω… )
Δεν θέλει να το ξανασκεφτεί, βαρέθηκε πια το ίδιο σγουρό βάσανο τόσα χρόνια! Ντύνεται βιαστικά με ό,τι βρίσκει πάνω στην καρέκλα πεταμένο από μέρες, και κατευθύνεται στο κομμωτήριο του Ντίνου.
– Καλημέρα Ντίνο!
– Καλημέρα, καλώς το κορίτσι, να βάλω καφέ;
– Βάλε! γερή δόση! Το τραβάει η ημέρα…
– Πώς θα τα κόψουμε;
– Κοντά, σύρριζα…αγορίστικο ντε, πώς το λένε;!
– Χμ…μεγάλη απόφαση… Είσαι σίγουρη, το σκέφτηκες καλά; Ξέρεις πόσες ζηλεύουν τα μαλλιά σου;
– Αυτά τ’ ακούω βερεσέ… Μην καθυστερείς, γιατί δεν θέλω ν’ αλλάξω γνώμη. Μόνο στυλ θέλω ν’ αλλάξω, ν’ ανανεωθώ! Θέλω να ελευθερωθώ!
Και να ‘σαι σίγουρος πως θα «το υποστηρίξω»…
Κάθε μπούκλα που σωριάζεται στο πάτωμα, κι ένα λέπι φόβου που πέφτει απ’ την κλειστή ως το λαιμό πανοπλία της. Κάθε τούφα που αιωρείται με χάρη, προ της πτώσεως, και μια ανασφάλεια που δειλιάζει λίγο, πριν χαθεί για πάντα. Καθαρίζει το κεφάλι απ’ το μακρύ φουντωτό μαλλί, καθαρίζει το κεφάλι από τη βασανιστική ενοχή και τον πυκνό θυμό, που έχουν κατακάτσει σαν ομίχλη μέσα της.
Το κοντό μαλλάκι αναδεικνύει τα ωραία χαρακτηριστικά του χλωμού προσώπου της. Φανερώνεται τώρα ένα δυνατό πρόσωπο, με έντονη προσωπικότητα. Η εμπειρία χαράζει ελαφρά το πρόσωπό της, όμως γεμίζει συμπόνοια και κατανόηση το βλέμμα της.
Περπατά στητή – με λιγότερα μαλλιά, αλλά δαφνοστεφανωμένη! Και τα μάτια της βλέπουν μόνο μπροστά, ακουμπούν ορίζοντα…
της Βίκυς, δικαιωματικά…Χθες βράδυ ονειρεύτηκα που ήμουνα παιδάκιΚαι μ’ είχε πάρει ένα πρωί η μάνα απ’ το χεράκι.Ήταν θυμάμαι Κυριακή, κοντή γιορτή και σχόληΚι όλοι ‘χαν βγει περίπατο για να λιαστούν στην πόλη.Φτάσαμε στο Βοτανικό στο σπιτικό μιας θείαςΠου τί σπιτάκι δηλαδή, του παλατιού σωσίας!Η θειά ήταν αρχόντισσα στ’ όνομα και τη χάρηΚι είχε έναν άντρα μερακλή, που τον ελέγαν Χάρη.Αυτός πολύ χορευταράς, αυτή φωνή-καμπάναΣτο σπίτι γλέντι και γιορτή, χορός, τραγούδι πάντα.Η μάνα ράβε-ξήλωνε, μοδίστρα χρυσοχέραΗ φήμη της γιγάντωνε από τη γης πιο πέρα.Η θειά ήθελε να ραφτεί και πάνω στο βελόνιΛίγος χορός, νότες πολλές, μικρή γιορτή σκαρώνει. «Πες μου ανηψούδι μου μικρό, τί λαχταράς ψυχούλα;κι αν δεν γενεί το κέφι σου, να μη με λεν Σταυρούλα!»Η μέρα κύλησε όμορφα και είχε μια γλυκάδαΚι ο ήλιος χαμογελαστός κερνούσε βυσσινάδα.Λίγο το λίγο βράδιασε και οι κλωστές σωθήκανΤο πανηγύρι τέλειωσε, τα χείλη μας σφιχτήκαν.Στο σπίτι σαν γυρίσαμε, φάκα-κελλί-κελλάκιΤα πάντα γύρω γκριζωπά, τά ‘τρωε το σαράκι.Αχτίδα φως δεν έμπαινε, καν νύχτα, καν ημέραΚαι οι γωνιές γεμίζανε μαύρο πνιχτόν αγέρα.Ο ήλιος πια αγέλαστος κερνούσε τη ρουτίναΞεκούρδιστα τα αισθήματα, γι’ αγάπη μόνο πείνα.Μπαίνοντας στο λαγούμι αυτό, τα μάτια ξεθωριάσανΚαι – ζάλη μου και ταραχή! – τον κόσμον όλο χάσαν!Η πίκρα χύθηκε καυτή στο πάτωμα, στις πλάκεςΜήτε θεός, μήτε δεντρί με σήκωναν στις πλάτες.Τρόμαξε η μάνα μου πολύ στην τόση αδιαθεσία«μάτι κακό σε μάτιασε», είπε μ’ απελπισία.Της θείας τηλεφώνησε να πει τα μαγικά τηςΜπας και το μικρανήψι της έρθει στα συγκαλά της.Μα εγώ καλά το ήξερα: όλα τα γιατροσόφιαΑδύνατο να μου ‘διναν τέτοια χαρά ατόφια,Όση το φως που γλύκαινε την κάθε μια ακρούλακι έκλεινε μες στο στήθος της η θειά μου η Σταυρούλα!
Γαντζώνομαι πάνω σου και σε απομυζώ. Τρώω την τροφή σου,
κοιμάμαι στο σπίτι σου, χρησιμοποιώ την οργάνωσή σου για να επιβιώσω. Είσαι
σταθερός; Είμαι κι εγώ. Αν χαλάσει η ισορροπία σου απειλούμαι κι εγώ.
Κάνω κύκλους. Όταν με θρέψεις αρκετά και σε βαρεθώ, σε διαλύω
και πάω σ’ άλλον.
Παρασιτώ. Μόνος μου δεν υπάρχω – αλλά είμαι παντοδύναμος.
Μια φορά κι έναν καιρό, στο εδώ και το τώρα, ζει ένα μικρό αγόρι. Τα ντροπαλά, αθώα μάτια του γεμίζουν σιγά-σιγά μίσος κι οργή. Επαναστατούν πριν καν επαναστατήσουν, επειδή έχουν ήδη πονέσει, πολύ πριν καν να πρέπει να πονέσουν. Βουίζουν τα «γιατί;», όμως έχει πια καταλάβει, ή μάλλον αποδεχτεί, τη μοίρα του. Εξάλλου δεν ξέρει κι άλλον τρόπο, παρά το δρόμο της μη (εκφρασμένης;) αγάπης. Η ψυχή του όμως νιώθει, κι είναι αυτή που επαναστατεί. Εξεγείρεται, στα όρια των δυνάμεών του. Ακόμα υπολογίζει τις συνέπειες. Σε λίγο όμως καιρό η ορμή της εφηβείας θα κάμψει κάθε αντίσταση κι η οργή θα σκάσει σαν κύμα. Τί κύμα όμως θα ‘ναι αυτό; Κύμα που καθαρίζει και φέρνει διαύγεια ή τσουνάμι που σαρώνει τα πάντα και καταστρέφει ανεξέλεγκτα;;!
Το ποντίκι επιστρέφει στα παλιά του λαγούμια. Περπατά στα ίδια, βρώμικα δρομάκια και στριφογυρίζει τυφλό, ακολουθώντας οικείες μυρωδιές. Συναντά και το φίδι, παλεύουν, δεν είδα ποιος νίκησε.
Τον είδε ξανά μετά από χρόνια σε μία εκδήλωση. Δεν το περίμενε να χαρεί τόσο πολύ. Κι αυτός χάρηκε και θυμήθηκε πολλά απ’ τα παλιά.
Αλλά όσο αυτή μίλαγε αληθινά, ξεπερνώντας το «τί κάνεις;» «καλά», ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις και τις ανησυχίες της με οικειότητα, τόσο αυτός υιοθετούσε μια επιθετική στάση. Αντί να συμμετάσχει στο μοίρασμα – έστω συμ-παθώντας, αν όχι φανερώνοντας κάτι δικό του – αυτός εξαπέλυσε πρωτοφανή για-μετά-τόσον-καιρό επίθεση, κατηγορώντας την για γκρίνια και μιζέρια…
Μ’ άλλα λόγια: «Δεν αντέχω να σκεφτώ πόσο ακόμη σ΄αγαπώ…»
Του αρέσει να ’ναι διαφορετικός. Δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει τα συνηθισμένα μονοπάτια, μέσα στην ομοιομορφία νιώθει ξένος· παράδοξο! Η ταύτιση με τους γύρω, με το κοινό αίσθημα, δεν του παρέχει ασφάλεια, μα του προκαλεί σύγκρυο, τρόμο, τον εξευτελίζει!
Από παιδί έτσι ήταν, τον φώναζαν snob, μονόχνοτο· αλλά αυτοί ήταν λίγοι. Οι πολλοί έγιναν «φίλοι» του. Η διαφορετικότητα, η έντονη προσωπικότητά του γοήτευσαν τους περισσότερους και τους τράβηξαν κοντά του. Όμως όσο κανείς προσπαθούσε να τον πλησιάσει, τόσο αυτός κλεινόταν στην ιδιοφυή μοναδικότητα του, έγινε «αλλεργικός» τελικά σε καθετί διαφορετικό. Τυπικός ναι, ανοιχτός όχι.
Τώρα ζει σε μια καθαρή ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, έχει μία καθαρή διευθυντική θέση και μένει σ’ ένα καθαρό άδειο σπίτι.
Λίγο σαστισμένος, πολύ καθώς πρέπει, λίγο στεγνός, πολύ μόνος, λίγο-πολύ νεκρός.
Είναι μία ακόμη Κυριακή που η –πληθωρική σε όλα της– πεθερά μου είχε μαγειρέψει (και πάλι!) για ένα λόχο. Όχι μόνο ως προς την ποικιλία των φαγητών, μα κυρίως ως προς την ποσότητα. Έψησε μπριζόλες, φιλετάκια κοτόπουλο και λουκάνικο στη σχάρα, έφτιαξε πατατούλες-λουκούμια στο φούρνο, και σουφλέ με τυριά που χύνονται και λιώνουν… Και στο τέλος-τέλος, για χάρη των εγγονών της που υπεραγαπούσε, ρίχνει στο τηγάνι και δυο τηγανιές κεφτεδάκια, μικρά και ζουμπουρλούδικα!
Σύσσωμη η οικογένεια στρώνεται στο τραπέζι με γέλια, φωνές και τσουγκρίσματα ποτηριών. Η ώρα πέρασε κι όλοι κατόπιν ψάχναμε την πιο αναπαυτική γωνιά του καναπέ, μήπως και λιγάκι χωνέψουμε απ’ το όργιο…
Τα παιδιά όμως, που ποτέ δε σκάνε στο φαγητό και πάντα έχουν όρεξη για παιχνίδι, τράβηξαν έξω στην αυλή με άγριες διαθέσεις. Αφού όμως έπαιξαν κανα μισάωρο, τρέχουν φουριόζικα στη γιαγιά τους και της ζητάνε βώλους.
Βώλους;! Πού να τους βρω εγώ τους βώλους; τους λέει.
Τα παιδιά στραβομουτσούνιασαν. Όμως το πιο μικρό και τσαχπίνικο πετάει τη φαεινή ιδέα: να χρησιμοποιήσουμε τα κεφτεδάκια που περίσσεψαν για βώλους! Έχει μείνει τουλάχιστον μισή πιατέλα!
Η γιαγιά κοκκινίζει, πρασινίζει, βγάζει καπνούς από τα αυτιά, αλλά το μικρό την κοιτά με τα πονηρά ματάκια της, της ρίχνει το καλύτερό της χαμόγελο και μια σφιχτή-σφιχτή αγκαλιά, και… οι αντιστάσεις κάμφθηκαν, «η πόλις εάλω» ! (δεν θέλει και πολύ η γιαγιά, είν’ η αλήθεια…). Χοροπηδώντας τριγύρω της, τα παιδιά τρέχουν στην κουζίνα και στήνουν παιχνίδι πάνω στο τραπέζι της κουζίνας! Είχαν, βλέπετε, το σκοπό τους: κάθε κεφτεδόβωλο που κέρδιζαν, τον έτρωγαν! Έτσι και τα ίδια ξετρελλάθηκαν με τους μυρωδιστούς, λαδιάρικους, ολοκαίνουριος βώλους που επινόησαν, αλλά και οι γονείς τους ανακάλυψαν νέο τρόπο να πείθουν τα παιδιά τους να βάλουν δυο επιπλέον μπουκιές στο στόμα τους!
Μόνο για τη γιαγιά δεν ξέρω, γιατί σ’ αυτήν έπεσε ο κλήρος να βάλει πάλι σε τάξη το «στρατόπεδο» μετά την «επιδρομή», να αποθηκεύσει τα υπόλοιπα «πυρομαχικά» και να σουλουπώσει και πάλι τους λαδωμένους και καταϊδρωμένους «μαχητές»…
Το δέντρο που τον έδεσε ήταν στυφό. Χωρίς χυμούς να φουσκώνουν τη σάρκα του, χωρίς πουλάκια να ζευγαρώνουν στα κλαδιά του. Φύτρωσε στη σκιά ενός μεγάλου δέντρου που δεν του άφησε πολλά περιθώρια ανάπτυξης, αφού μήτε τον ήλιο άφηνε να περάσει μέσα απ’ τα πυκνά φυλλώματά του. Κι έτσι το δέντρο μεγάλωσε μεν, αλλά έγινε καχεκτικό, μίζερο, αρρωστιάρικο. Βέβαια, όντας δέντρο, έβγαλε τα φυλλαράκια του, άνθισε τα λουλουδάκια του κι έδεσε τους καρπούς του. Όμως η μόνη του πραγματικότητα ήταν η σκιερή γαλήνη κι αταραξία του πράσινου θόλου. Μα φυσικά δεν τον πείραζε! Δεν είχε ζήσει ποτέ του σε ξέφωτο, για να γνωρίσει τον οργασμό της ζωής κάτω απ’ τον ήλιο. Αλλά και καμία ριζούλα του δεν είχε ελιχθεί, δεν είχε ψαχουλέψει μέσα σε πετραδάκια και χώματα, για να σαγηνευτεί από μια αμυδρή αχτίδα ήλιου. Στο στέρεο χώμα κάτω απ’ το μεγάλο δέντρο είχε πια ριζώσει, ένιωθε ασφαλής.
Απ’ τους καρπούς του, κάποιοι μεγάλωσαν και έμειναν κολλημένοι πάνω στα κλαδιά του πατρικού δέντρου· άλλοι έπεσαν στο χώμα από ένα δυνατό φύσημα του αέρα, προτού πάρουν όλους τους χυμούς που τους αναλογούσαν, κι έμειναν εκεί, στη σκιά, προσπαθώντας να απομυζήσουν έστω τις ρίζες· κι άλλοι πήραν ό,τι περισσότερο μπορούσαν να πάρουν κι όταν ήρθε η κατάλληλη ώρα, ώριμοι όσο είναι δυνατόν, πέσαν απ’ το δέντρο και ξεκίνησαν το ταξίδι τους προς το άγνωστο.
Ένας απ’ αυτούς, κύλησε πάνω στο χώμα, χάιδεψε το γρασίδι, έπιασε φιλίες με άλλους καρπούς, ίδιων ή διαφορετικών δέντρων, τσιμπήθηκε βέβαια κι από διάφορα έντομα, που δεν ήταν πάντα φιλικά, και κατάφερε μετά από πολλών ημερών ταξίδι να δει για πρώτη φορά στα μάτια του λίγη από τη λάμψη του ήλιου! Στην αρχή μέσα από κλαδιά λιγότερο πυκνά απ’ ότι της γειτονιάς του, αλλά λίγο-λίγο όλο και κυλούσε προς το ξέφωτο και ο ήλιος γινόταν όλο και πιο ζεστός, πιο φωτεινός, πιο λαμπρός! Οι ακτίνες του τον μάγευαν, τον σαγήνευαν και τον καλούσαν ολοένα προς το μέρος τους. Κι αυτός μαγνητισμένος λες, ακολουθούσε πιστά κι ένιωθε όλο και πιο ευτυχισμένος, πιο γαλήνιος, πιο ανακουφισμένος. Ο ήλιος είχε δώσει ωραίο χρώμα στη φλούδα του, είχε γλυκάνει τους χυμούς του και τον είχε κάνει πολύ χαρούμενο κι ανοιχτόκαρδο! Γελούσε συνέχεια κι έπαιζε όλη μέρα με τους άλλους καρπούς, αλλά ακόμα και με μυρμηγκάκια, πασχαλίτσες ή και με τις εκθαμβωτικές πυγολαμπίδες!
Μια μέρα ήρθε στο δάσος ένα αγοράκι, που φαινόταν λυπημένο πολύ. Καθόταν στον κορμό ενός δέντρου και δεν μπορούσε να χαρεί όλο το πανηγύρι της φύσης που είχε στηθεί μπρος στα μάτια του. Ίσως δεν το έβλεπε καν. Ήταν στο ξέφωτο, αλλά μήτε ένιωθε τη ζεστασιά του ήλιου, μήτε καταδεχόταν να παίξει με πεσμένους στο χώμα καρπούς ή σκουλήκια. Ο καρπός κοίταζε το αγοράκι και λυπόταν με τη στενοχώρια του και πάσκιζε να βρει τρόπο να το βοηθήσει, να το κάνει έστω να χαμογελάσει!
Παρακαλεί λοιπόν τον ήλιο να φωτίσει ακόμα περισσότερο, να ζεστάνει στο μέγιστο τις ακτίνες του και βλέπει τότε το αγόρι να κοιτά ψηλά και να αφήνεται ευχαριστημένο στο χάδι του ήλιου. Φωνάζει τις φίλες του τις πασχαλίτσες, οι οποίες μαζεύονται μπροστά στο αγόρι και φτιάχνουν με τα κόκκινα σώματά τους όλων των ειδών τα σχήματα! Αυτό τις κοιτά παραξενεμένο και χαμογελά – δεν μπορεί να πιστέψει ότι έχουν τόση φαντασία και έμπνευση ακόμα και οι πασχαλίτσες!
Και τέλος, ο ίδιος ο καρπός, κυλάει μπροστά στα πόδια του και τα χαιδεύει. Το αγόρι τον κοιτά και τα μάτια του ανοίγουν με λαχτάρα! Πεινασμένος καθώς είναι, τον δαγκώνει με μεγάλη ευχαρίστηση. Κι ο καρπός, προσπαθεί να γίνει όσο πιο ζουμερός και γλυκός γίνεται, για να ευχαριστήσει το αγόρι, και νιώθει συγκινημένος πως ναι! έφτασε η ώρα να εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο γεννήθηκε! Κλείνει τα μάτια ευτυχισμένος και ξέρει πως δεν έχει πεθάνει πραγματικά. Τα κουκούτσια του, που το αγόρι έφτυσε στο χώμα, θα αναστηθούν ξανά ως ένα ωραίο μεγάλο δέντρο, που μάλιστα τώρα θα έχει ριζώσει στο ωραιότερο ξέφωτο του κόσμου, κάτω απ’ τον λαμπρότερο και πιο αγαπητικό ήλιο που θα μπορούσε ποτέ να υπάρχει!!!
Ξάπλωσε ανάμεσα στους ήλιους. Ανέμελα. Τα μάτια της κλείσανε. Ένα ποδήλατο σκαρφάλωσε στα βλέφαρα, κατέβηκε με φόρα τα χυτά της μαλλιά και τα ’βαψε ροζ. Γράμματα, περισπωμένες και τελείες ζουζούνισαν στ’ αυτιά της… Αποκοιμήθηκε. Κι είδε πως κυλίστηκε ξανά στο γρασίδι και πλατσούρισε στα γαλανά νερά. Σκαρφάλωσε και πάλι στα δέντρα, κι έκανε ορθοπεταλιές με το ροζ ποδήλατο. Κι ύστερα το στήθος της άνθισε. Το κόκκινο φανελάκι αγκάλιασε σφιχτά το σώμα της. Ο κόρφος της χορτάριασε. Τώρα ξαπλώνει διάφανη κάτω απ’ τον ήλιο και δέχεται το χάδι του νωχελικά. Αυτός ο ήλιος τη συντρόφευε στα πρώτα της παιχνιδίσματα, αυτός της ξαστέρωνε τις εφηβικές της μελαγχολίες. Αυτός ο ίδιος ήλιος θα τη δει σε λίγο να βγάζει βόλτα το πρώτο της μωρό κι αυτός θα δοξάσει τα άσπρα μαλλιά της αργότερα. Είναι ο ίδιος ήλιος που γυρνά αδιάκοπα και ορίζει ανελέητα το χρόνο. Τίποτα δεν ξεφεύγει απ’ τις ακτίνες του, τίποτα δεν διαφεύγει του Χρόνου…
Το έργο είναι του Χρήστου Κεχαγιόγλου με τίτλο «Ο ανίκητος χρόνος της σάρκας» (The undefeatable time of flesh) απ’ τη σειρά Μεταφορές, που παρουσιάζεται τώρα στη Θεσσαλονίκη (26 Νοεμ. 2009 – 12 Ιαν. 2010) στην Αίθουσα Τέχνης Μεταμόρφωσις. Για περισσότερες πληροφορίες δείτε : http://www.kex.gr/
Βγήκε για ακόμα ένα βράδυ στους υγρούς δρόμους του Βερολίνου. Με το μακρύ πράσινο παλτό της και τις σκούρες μπότες της. Το τσιγάρο στο χέρι, η καύτρα ακόμα αναμμένη. Περπατά βιαστικά, ακούει μόνο τα ξερά της βήματα στις πλάκες. Μια μαύρη γάτα τρομάζει και τρέχει να κρυφτεί στη γωνιά της. Από μακριά η ταμπέλα τρεμοσβήνει. Πότε θα τη φτιάξουν πια;
Η ανάσα της θολώνει το τζάμι, μπορεί και διακρίνει όμως· ευτυχώς δεν εμφανίστηκε σήμερα. Μπαίνει και κάθεται στη συνηθισμένη. Παραγγέλνει ουίσκι. Ανάβει άλλο τσιγάρο. Με τον καπνό να την κυκλώνει, ρίχνει το βλέμμα ένα γύρο. Τα συνηθισμένα ρεμάλια… Κοιτά νευρικά το ρολόι. Μπα, είναι ήδη αργά, δεν θα ’ρθει… Τι σε νοιάζει; Δεν είπαμε;… Μια ζωή τα ίδια…
Φορά το εφαρμοστό της τζην και ένα μαύρο μπλουζάκι, τι μπούστο Θεέ μου;! …Ωχ, τι θες ρε γέρο; Δεν κοιτάς τα ξινισμένα μούτρα σου; Δεν είμαι για τα δόντια σου…
Γυρνά απ’ την άλλη, δεν έχει όρεξη για παρτίδες τώρα…
Κι αυτό το ηλίθιο τραγούδι, πόσες φορές θα το βάλουν πια; White Christmas… Π***ρια Christmas… Δεν μας παρατάνε όλοι τους με τις γιορτές και τα τραγούδια τους;!
Η καύτρα φωτίζει το κουρασμένο της βλέμμα. Να και κάτι πάνω μου που φωτίζει… Έστω κι αξεσουάρ! Απαραίτητο αξεσουάρ τους τελευταίους μήνες… Έχουμε γίνει ένα.
Όπως γίναμε ένα και μ’ αυτό το μα***α..! Τι του βρήκα, πες μου… Είναι brutal και μ’ αρέσει. Με ελέγχει, εξουσιάζει την καρδιά και το σώμα μου. Κι εγώ αφήνομαι η ηλίθια… Να δούμε, θα φανεί;… Πάλι τα ίδια… Λοιπόν, σήκω και φύγε τώρα! Παράτα τα όλα, τα αναμμένα τσιγάρα, τα ουίσκια, το άτριχο σαν εφηβικό του στήθος…
Ανακάθησε στο δερμάτινο σκαμπώ, αναστέναξε βαθιά.
Ωχ, Θεέ μου, τι τα θυμάμαι τώρα όλα αυτά;! Κι αυτό το φιλί, το πρώτο του φιλί, με την αγωνία του καινούριου και τον πόθο αναμμένο… Με έφαγε ολόκληρη· έκανε έρωτα στο πρόσωπό μου. Τα μάτια μου, η μύτη, τα μάγουλα, τα αυτιά μου πλημμύρισαν απ’ τη λαχτάρα του. Ο λαιμός μου τεντωμένος προσπαθούσε ν’ αντέξει την τόση έξαψη. Έκαιγα ολόκληρη κι αφέθηκα με συγκίνηση στον έρωτα των δύο προσώπων. Το πρώτο φιλί… Χμ…
Μα τέλος πάντων, τι τα θυμάσαι όλα αυτά, πες μου! Τώρα όλα τελείωσαν. Ο «μεγάλος» έρωτας πνίγηκε μες στο ουίσκι. Κι εσύ σα φυσαλίδα προσπαθείς απεγνωσμένα να βγεις στην επιφάνεια. Άντε να δούμε τι θα καταφέρεις αυτή τη φορά…
Παρήγγειλε άλλο ένα, άναψε άλλο ένα κι έγειρε στο bar.
Και τότε ένιωσε την καυτή του παλάμη να ανεβαίνει από την πλάτη στο σβέρκο της. Χάιδεψε το λαιμό της κι έπαιξε με την ατίθαση τούφα που στεφάνωνε τ’ αυτί της. Τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν, τα πνευμόνια της γέμισαν απ’ το άρωμά του· αλλά έμεινε εκεί, ακίνητη, προσηλωμένη σε μια βαθιά χαραγματιά του πάγκου. Η καρδιά της χτυπούσε, αλλά η χαραγματιά στον πάγκο ήταν πολύ βαθιά… Τα μάτια ορθάνοιχτα, τα αυτιά της τεντωμένα, περίμενε… Αφουγκραζόταν τη σιωπή…
Ένα λεπτό μετά, έναν αιώνα μετά, γυρνά αργά προς τα πίσω… Κανείς… Χαμογελά αχνά, κλείνει τα μάτια και αναγνωρίζει στον αέρα τη μυρωδιά του, τη μυρωδιά της επιθυμίας… Η καύτρα του τσιγάρου της την κάνει καπνό, που διαλύεται και νωτίζει το σκοτάδι…
Σηκώνεται, γελά, και με το πράσινο παλτό χάνεται μες στην πόλη.
Δίνοντας τον τίτλο στο αφήγημα μού ήρθε στο νου το εξαιρετικό τραγούδι των Γ. Σπανού και Μ. Ελευθερίου «Δρόμοι του Βερολίνου», με την Τάνια Τσανακλίδου, εδώ απ’ την παράσταση «Το μαγικό κουτί». Μαζί τμήμα απ’ το «Του έρωτα μέγα κακό» (Στ. Κραουνάκης-μετάφραση Γ. Χειμωνάς) από τη Μήδεια του Ευριπίδη, απ’ όπου και η τελική απαγγελία. Τελικά ήρθαν όλα κι έδεσαν…