Ετικέτες

,

b_3961_img_8012

 

Μιλώ για το έργο του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές “Δυτική Αποβάθρα” που παρουσιάζει αυτές τις μέρες το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία του Γάλλου Ludovic Lagarde.

Αντιγράφω την υπόθεση του έργου από τη σελίδα του Εθνικού: «Δύο διαφορετικοί κόσμοι αναγκάζονται να συνυπάρξουν μέσα στις βίαιες συνθήκες των παρυφών μιας πόλης. Ένα ζευγάρι αστών βρίσκεται εγκλωβισμένο στα χέρια ανθρώπων που ζουν στο περιθώριο, κάποιων μεταναστών που τους έχει απορρίψει το κοινωνικό τους περιβάλλον. Η ζωή τους συνδέεται αναγκαστικά, αλλά οι απόπειρες συνεννόησης και επικοινωνίας μοιάζουν μάταιες, πολύ δε περισσότερο επειδή, όπως αποδεικνύεται, η ασυνεννοησία αυτή προκύπτει από την εσωτερική αποξένωση και όχι μόνο από την κοινωνική διαφορά”.

Η παράσταση μου άρεσε πολύ, καταρχήν για ένα πολύ βασικό λόγο: αναδείκνυε το κείμενο! Κι αυτό δεν είναι καθόλου δεδομένο στις διάφορες παραστάσεις – αν και θα έπρεπε να είναι το ζητούμενο. Ο σκηνοθέτης κι οι ηθοποιοί καλούνται να αναδείξουν και να μεταφέρουν στους θεατές ένα κείμενο κι όχι να περιφέρουν απλά το ταλέντο τους πάνω στη σκηνή…! Αυτός ο θίασος είναι όλοι ένας κι ένας, κι όμως δεν πέφτουν σ’ αυτή την παγίδα! Αντίθετα υπηρετούν όλοι αυτό το κείμενο με μεγάλη μαεστρία, παρότι είναι πολύ δύσκολο. Ταχύτατος ρυθμός σε πυκνογραμμένο λόγο, κάποιες φορές λίγο και σαν διανοητικό παιχνίδι. Σα να σκέφτονται οι ήρωες φωναχτά, και οι σκέψεις τους είναι τόσο μπερδεμένες και αποπροσανατολισμένες, όπως άλλωστε και οι ίδιοι…

Είναι ένα πολύ ωραίο κείμενο, πολύ σκληρό μα και ποιητικό. Υπάρχουν φράσεις μιας αναλαμπής αυτογνωσίας των ηρώων, σε τελείως αναπάντεχες στιγμές, εν τη ρίμη του λόγου θα λέγαμε, που έρχονται και σε στήνουν στον τοίχο, μαχαιριές κατευθείαν στην καρδιά. Όπως για παράδειγμα αυτό που είπε ο Κοχ (Δημ. Χατζόπουλος) όταν τον ρώτησαν γιατί διάλεξε να έρθει σ’ αυτό το άθλιο υπόστεγο. Κι είπε οτι διάλεξε να πάει σ’ αυτό το βρώμικο, σκοτεινό δρομάκι, επειδή του μοιάζει…

Η σκηνοθεσία του Γάλλου Λαγκάρντ θεωρώ πως ήταν επιτυχημένη, όχι μόνο επειδή ανέδειξε όπως είπαμε το κείμενο, αλλά επειδή μας παρέσυρε στον κόσμο των ηρώων του. Και μπόρεσε να κρατά, ακόμη και όλα τα πρόσωπα στη σκηνή, με παράλληλες “αφηγήσεις”. Δύο μπορεί να μιλούσαν, όμως το ίδιο εύγλωττα μπορεί να ήταν και το βλέμμα κάποιου άλλου ή το στήσιμο του σώματος κάποιου τρίτου. Όσο για την προβολή στον τοίχο των αποφθεγμάτων διαφόρων σπουδαίων προσωπικοτήτων, προσωπικά δε με άγγιξε και δε κατάλαβα το νόημά της. Τέλος μου άρεσαν οι νότες του χιούμορ που παρείσφρυαν κι αλάφραιναν το κείμενο. Μας ανακούφιζαν χωρίς να είναι κάτι βεβιασμένο και παράταιρο, και τα εύσημα γι’ αυτό ανήκουν ολοκληρωτικά στη Ναυπλιώτου. Χωρίς κανένα ναρκισσισμό, έδωσε μια εξαιρετική ερμηνεία!

Δεν ξέρω τα ρεύματα στην τέχνη, τα διάφορα είδη, αλλά ο Κολτές σίγουρα δεν γράφει θέατρο του παραλόγου. Είσαι εκεί, σ’ έναν απόλυτο σκληρό ρεαλισμό. Κι όσο το έργο προχωρά, όσο γνωρίζουμε σιγά-σιγά τους ήρωες, τόσο πιο πολύ σκληραίνει το έργο, και μαζί του και η γλώσσα του. Δεν έχω διαβάσει το πρωτότυπο κείμενο, αλλά στη διασκευή της παράστασης, όσο περισσότερο φανερώνονταν τα πάθη των ανθρώπων, τόσο σκλήραινε και η γλώσσα τους.

Το “θαυμαστό” ήταν πόσο ήταν όλοι μόνοι τους…! Είτε άνθρωποι της ίδιας οικογένειας, είτε φίλοι, είτε συνεργάτες, ο καθένας ζούσε περιχαρακωμένος στη μοναξιά του… Κι αυτό ενώ όλοι είχαν ανάγκη ο ένας τον άλλο, όχι μόνο για να ξεφύγουν από την κατάσταση όπου είχαν περιέλθει, αλλά και γι’ αυτήν ακόμα την επιβίωση. Κι όμως! Γονείς χωρίς καθόλου αγάπη κ σεβασμό μεταξύ τους, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν και να προστατέψουν τα παιδιά τους, συνεργάτες που πρόδιδαν ο ένας τον άλλο για λίγα χρήματα, αδερφός που παζάρευε με το φίλο του την τιμή της αδερφής του… Κι άλλα, κι άλλα θα μπορούσα να αναφέρω… Όλα γίνονταν με το νόμο της συναλλαγής. Τί έχεις να μου δώσεις για να σου δώσω εγώ αυτό που θέλεις; Σύμβολα εξουσίας αλλάζαν συνεχώς χέρια, πχ τα κλειδιά του αυτοκινήτου.

Άνθρωποι χωρίς στον ήλιο μοίρα…

Αξιοπρόσεχτη η περίπτωση του μαύρου μετανάστη που αμίλητος τα υπέμενε όλα, μέχρι που κάποιος του έβαλε “με το ζόρι” τη μοίρα στα χέρια… Όπως κι η περίπτωση της μικρής κοπέλας, που ήταν η μόνη που αναζητούσε την επικοινωνία. Μπορεί μες στην άγνοιά της (;) να ένιωθε πόσο σκληρή ήταν η μοίρα της, οπότε προσπαθούσε να φύγει μακριά με τον αδερφό της ή προσπαθούσε να βοηθήσει το ζευγάρι των αστών να ξεφύγουν. Όμως στο τέλος παρακαλούσε την πλούσια γυναίκα να μείνει. Ήθελε συμπαράσταση, παρηγοριά ή δεν άντεχε στην ιδέα οτι εκείνη θα σωζόταν, ενώ η ίδια όχι, οπότε προτιμούσε να βουτάνε κι οι δύο στον ίδιο βούρκο;

Η μάνα; τραγική φιγούρα ή μια παμπόνηρη γυναίκα που κάνει τα πάντα για να ανελιχθεί κοινωνικά; πόση ψυχανάλυση χωράει η πολύ δυνατή τελευταία της σκηνή; γυρνά στην πρωταρχική της ταυτότητα, λίγο πριν παραδώσει το πνεύμα της;!

Δεν μπορώ καλά να καταλάβω τους δύο πλούσιους αστούς. Σίγουρα όχι τον άντρα, τον Κοχ. Πώς έφτασε στο σημείο να κατέχει τόσο υψηλή θέση ώστε να διαχειρίζεται περιουσίες, ενώ στην πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικός ούτε στην παραμικρή καθημερινή δραστηριότητα; και ποια κρίση συνειδήσεως τον έφερε στη θέση να προσπαθεί να αυτοκτονήσει; είναι ένας ευσυνείδητος “ηλίθιος” που επειδή δεν ξέρει την αξία των χρημάτων, κατασπατάλησε μια ξένη περιουσία; ή άλλο ένα σκέρτσο ενός κακομαθημένου πλουσίου, που δεν πρεσβεύει καμία αξία πια, ούτε καν αυτή της ζωής;

Είναι ενδιαφέρον οτι το ζευγάρι των αστών μού είναι πιο δυσνόητο και λιγότερο συμπαθές. Αντίθετα, όλοι οι εξαθλιωμένοι μετανάστες, παρότι όλοι φτωχοδιάβολοι, μου προκαλούν περισσότερη συμπόνοια, και αισθάνομαι πως δεν έχω ανάγκη να μάθω το ακριβές ιστορικό τους. Το κομμάτι της ζωής τους που συναντώ εδώ, σ’ αυτή την ατέλειωτη νύχτα στη δυτική αποβάθρα, μου φτάνει. Δεν ξέρω τα πάντα, αλλά κατανοώ. Συμπάσχω. Αγωνιώ μαζί τους. Πονάω μαζί τους. Πληγώνομαι απ’ τη βαρβαρότητα της ανελέητης μοναξιάς τους… Πληγή πάνω στην πληγή. Κι όσο βαθαίνουν οι πληγές, τόσο σκληραίνουν οι καρδιές. Κι η βία που γεννά η απελπισία τους, σαρώνει τα πάντα…

Μου αρέσει που είναι έργο αληθινό.

Δε μου αρέσει που είναι έργο τόσο αληθινό, που θα μπορούσε να “παίζεται” στη διπλανή μου γειτονιά, με το διπλανό μου άμοιρο μετανάστη. Αποφεύγω την αλήθεια; είμαι κι εγώ ένας αστός που δεν θέλω με τίποτα να βρεθώ στα ανήλιαγα σοκάκια της μοίρας τους;;;;!!!!

“Κύριε των Δυνάμεων”, που επαναλάμβανε συνεχώς και η Μονίκ, ελέησον ημάς…

Στοιχεία παράστασης:

  • Μετάφραση Βασίλης Παπαβασιλείου
  • Σκηνοθεσία Ludovic Lagarde
  • Δραματουργία Marion Stoufflet
  • Σκηνικά Antoine Vasseur
  • Φωτισμοί Sebastien Michaud
  • Κοστούμια Εύα Νάθενα
  • Βίντεο Γρηγόρης Ρέντης
  • Βοηθός σκηνοθέτη Αλέξανδρος Βαμβούκος
  • Σχεδιασμός ήχου David Bichindaritz
  • Βοηθός ενδυματολόγου Αλέγια Παπαγεωργίου

 Διανομή:

  • Κοχ Νίκος Χατζόπουλος
  • Μονίκ Μαρία Ναυπλιώτου
  • Σεσίλ Θέμις Μπαζάκα
  • Κλαιρ Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη
  • Ροντόλφ Γιώργος Κοτανίδης
  • Σαρλ Δημήτρης Λάλος
  • Φακ Γιάννης Νιάρος
  • Αμπάντ Μιχάλης Αφολαγιάν